- ντύμα
- το [ντύνω]1. κάλυμμα σώματος, ρούχο, φόρεμα, ένδυμα2. επένδυση βιβλίου ή τετραδίου3. φρ. «ντύμα τού φιδιού» — το ακέραιο δέρμα τού φιδιού που αποβάλλεται, φιδοπουκαμισο4. δέρμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ντύμα — το, ατος 1. κάλυμμα, περικάλυμμα, κουβερτούρα: Πρέπει να βάλεις ντύματα στα βιβλία σου. 2. επένδυση, ρούχο: Και θ ακούσεις τη φωνή του λυτρωτή, θα γδυθείς της αμαρτίας το ντύμα (Παλαμάς). 3. το δέρμα ορισμένων ζώων που κατά καιρούς αποβάλλεται:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έντυμα — και ντύμα, το (AM ἔνδυμα, Μ και ἔντυμα(ν) και ντύμα) ένδυμα, περίβλημα, περικάλυμμα, φόρεμα, ρούχο («το νέο του ξεφυτρώνει πράσινο έντυμα λαμπρό», Σολωμ.) … Dictionary of Greek
Σιφ Ούγκο — (Schiff). Ιταλός χημικός, γερμανικής καταγωγής (1834 1915). Ήταν μαθητής του Φ. Βιόλερ. Διατέλεσε υφηγητής του πανεπιστήμιου της Βέρνης (1857) και κατόπιν μετανάστευσε στην Ιταλία και εργάστηκε στη Φλωρεντία. Χρημάτισε επίσης καθηγητής… … Dictionary of Greek